- δύναμη (πχ. στρατού)
- cоcтав
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Σλοβακία — Η Σλοβακία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης, στα ανατολικά της Τσεχίας. Συνορεύει με την Πολωνία στα Β, με την Ουκρανία στα Α, με την Ουγγαρία στα Ν και με την Αυστρία στα Δ.Μέχρι το 1993 η Σλοβακία αποτελούσε με την Τσεχία το ενιαίο κράτος της… … Dictionary of Greek
Βαλέστρας ή Βαλέστ — (Κορσική 1790; – Κρήτη 1822). Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός. Ο πατέρας του εμπορευόταν στην Κρήτη και το 1814 πήγε στο νησί να τον συναντήσει, όπου και έμαθε καλά την ελληνική γλώσσα. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης τον συνάντησε στην Τεργέστη, του… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
περίοικοι — Έτσι ονομάζονταν οι κάτοικοι της αρχαίας Λακωνικής που κατοικούσαν έξω από τη Σπάρτη, και που αντίθετα προς τους δουλοπάροικους και τους είλωτες, είχαν διατηρήσει τα κτήματα και την προσωπική τους ελευθερία μετά τη δωρική κατοχή, αλλά χωρίς να… … Dictionary of Greek
Σιγκαπούρη — Νησί της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της Μαλαισίας και της Ινδονησίας.Tο όνομα της Σιγκαπούρης, του νησιού που βρίσκεται στη νότιο άκρο της μαλαϊκής χερσονήσου, είναι συνδεδεμένο με την αγγλική αποικιοκρατία στην Aσία. Kατοικημένη κυρίως από… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek